- φυματώδης
- φυματώδηςfull of tumoursmasc/fem acc pl (attic epic doric)φυματώδηςfull of tumoursmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)φυματώδηςfull of tumoursmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυματώδης — ες / φυματώδης, ώδες, ΝΑ [φύμα, φύματος] νεοελλ. όμοιος με φύμα στην εμφάνιση αρχ. γεμάτος φύματα … Dictionary of Greek
φυματώδη — φυματώδης full of tumours neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φυματώδης full of tumours masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φυματώδης full of tumours masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυματῶδες — φυματώδης full of tumours masc/fem voc sg φυματώδης full of tumours neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυματώδεα — φυματώδης full of tumours neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φυματώδης full of tumours masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυματώδεσιν — φυματώδης full of tumours masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek